χαλές

χαλές
ο
(λ. αλβαν.)
1. αποχωρητήριο, απόπατος.
2. άνθρωπος ρυπαρός, αξιοκαταφρόνητος: Τι κάθεσαι και μιλάς μ' αυτόν το χαλέ;

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χαλές — ο, Ν 1. αποχωρητήριο 2. μτφ. (για πρόσ.) ελεεινός, βρομερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλβαν. hale < τουρκ. halā] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”